- ἀρυταινοειδής
- ἀρυταινοειδήςshaped like anmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρυταινοειδής — ές (Α ἀρυταινοειδής, [ οῡς], ές) αυτός που μοιάζει στο σχήμα με αρύταινα* (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός) νεοελλ. «αρυταινοειδείς μύες» ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση … Dictionary of Greek
ἀρυταινοειδῆ — ἀρυταινοειδής shaped like an neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυταινοειδεῖ — ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυταινοειδές — ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem voc sg ἀρυταινοειδής shaped like an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυταινοειδοῦς — ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικαρυταινοειδής — ές φρ. ανατ. «κρικαρυταινοειδής μυς» καθένας από τους τέσσερεις μυς, δύο πλάγιους και δύο οπίσθιους, που συμβάλλουν στην κατασκευή τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. crico arytenoϊdien < crico (< κρίκος) + arytenoϊdien (<… … Dictionary of Greek